Επίκαιρη Ερώτηση Μηταράκη για το φαινόμενο της Γονικής Αποξένωσης (Πρακτικά)
Επίκαιρη Ερώτηση στη Βουλή των Ελλήνων προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατέθεσε ο βουλευτής Χίου, κ. Νότης Μηταράκης, σχετικά με το ζήτημα της επιμέλειας των παιδιών και του κοινωνικού φαινομένου της γονικής αποξένωσης.
Συγκεκριμένα, ο κ. Μηταράκης υπογράμμισε την αύξηση περιστατικών αυτού του φαινομένου στην κοινωνία, προτείνοντας λύσεις που θα αντιμετωπίσουν το ζήτημα αυτό.
Στη συνέχεια ο κ. Μηταράκης διατύπωσε τις εξής ερωτήσεις:
- Θεωρεί ότι υπάρχουν ζητήματα στην εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων σε θέματα επικοινωνίας παιδιών με διαζευγμένους γονείς;
- Σκοπεύει να προχωρήσει σε αλλαγές στην νομοθεσία για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εξέταση υποθέσεων και εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων;
- Θεωρεί ότι χρειάζονται βελτιώσεις στον νόμο περί συνεπιμέλειας (Ν. 4800/2021);
Ακολουθεί η Ερώτηση του κ. Μηταράκη:
Επίκαιρη Ερώτηση Μηταράκη για τη Γονική Αποξένωση by Notis Mitarachi on Scribd
Ακολουθεί ολόκληρη η συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στη Βουλή μεταξύ του Βουλευτή ΝΔ Χίου, κ. Νότη Μηταράκη και του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, κ. Ιωάννη Μπουγά:
Ακολουθεί η πρώτη με αριθμό 959/10-4-2024 επίκαιρη ερώτηση του πρώτου κύκλου του Βουλευτή Χίου της Κ.Ο. «ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» κ. Παναγιώτη Μηταράκη προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης με θέμα: «Περιπτώσεις αποξένωσης γονέων και μη εφαρμογής δικαστικών αποφάσεων».
ΝΟΤΗΣ ΜΗΤΑΡΑΚΗΣ:
Κύριε Υπουργέ, θέλω να συζητήσουμε σήμερα ένα σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα, ένα φαινόμενο που γίνεται όλο και συχνότερο.
Ως αποτέλεσμα διαζυγίων, τα οποία είναι μια πραγματικότητα του σύγχρονου τρόπου ζωής, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου το δικαστήριο έχει αποφανθεί περί του θέματος της επιμέλειας, συνεπιμέλειας και δικαιώματος επισκέψεως των γονέων ως προς τα παιδιά που έχουν προκύψει από τον γάμο, αλλά δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι αποφάσεις δεν εφαρμόζονται στην πράξη.
Υπάρχει το φαινόμενο της γονεϊκής αποξένωσης, όπου ο ένας γονέας προσπαθεί να αποκτήσει πρόσβαση στο παιδί του και παρά τη δικαστική απόφαση, δεν επιτρέπει ο έτερος γονέας αυτήν την επαφή, συστηματικά καλείται η Ελληνική Αστυνομία, η οποία καταγράφει δεκάδες τέτοια περιστατικά κάθε μέρα, υποβάλλονται μηνύσεις εκατέρωθεν και δεκάδες μηνύσεις τέτοιες για χρόνια εκκρεμούν στα δικαστήρια, με αποτέλεσμα ο χρόνος να περνάει, τα παιδιά και τελικά να μεγαλώνουν και ο ένας γονέας να έχει πάρα πολλά χρόνια να δει το παιδί του.
Προτείνω, κύριε Υπουργέ, να δημιουργηθεί μια ειδική ομάδα εργασίας να εξετάσει αυτό το φαινόμενο και να προτείνει λύσεις. Υπάρχουν λύσεις μέσα στο δικαιακό σύστημα που πρέπει να εξεταστούν. Παραδείγματος χάριν, το άρθρο 246 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει συνεκδίκαση τέτοιων υποθέσεων. Οι δεκάδες μηνύσεις που ένας γονέας έχει υποβάλει στον άλλον θα μπορούσαν να εξεταστούν κοινά, ώστε να υπάρξει μια γρήγορη απόφαση προς όφελος του παιδιού, γιατί τελικά το παιδί πρέπει να είναι αυτό το οποίο ωφελείται από τις αποφάσεις της δικαιοσύνης.
Να υπάρξουν εξειδικευμένα τμήματα, να υπάρχουν ειδικά φυλάκια με δικαστές που γνωρίζουν καλά τα θέματα οικογενειακού δικαίου, να υπάρχει μια ολοκληρωμένη γρήγορη πραγματογνωμοσύνη, ώστε να εξετάζονται, αν υπάρχουν περιπτώσεις, γιατί κάποιες φορές υπάρχουν περιπτώσεις που καλώς αποφεύγεται η επαφή του παιδιού με τον ένα γονέα.
Αυτά είναι ζητήματα που απασχολούν σήμερα την κοινωνία. Βλέπω στον δικό μου κοινωνικό περίγυρο πάρα πολλές τέτοιες υποθέσεις για πάρα πολλά χρόνια να μην μπορούν να βρουν λύση. Νομίζω ότι είναι ένα κοινωνικό ζήτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει η ελληνική πολιτεία και η ελληνική δικαιοσύνη.
Σας ευχαριστώ.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΓΑΣ (Υφυπουργός Δικαιοσύνης):
Κύριε συνάδελφε, θέτετε ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα, όπως και εσείς ο ίδιος το περιγράψατε, που αφορά στο πρώτο σκέλος του το θέμα της αναγκαστικής εκτέλεσης και της εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν στην επιμέλεια και επικοινωνία των γονέων με τα τέκνα τους, αλλά και στην εκτέλεση και υλοποίηση των συμφωνιών που γίνονται μετά το συναινετικό διαζύγιο.
Οι γονείς, αποβλέποντας στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, οφείλουν να συνεννοούνται και να επιλύουν συναινετικά όλα αυτά τα ζητήματα και να μην εμπλέκουν τα δικαστήρια και να μετέρχονται μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης για την εφαρμογή και υλοποίηση των σχετικών αποφάσεων. Αν αυτό τώρα δεν συμβεί, έρχομαι στο περιεχόμενο της ερώτησης σας.
Ξέρετε, μέχρι το έτος 1999, εάν υπήρχε δικαστική απόφαση που διέτασσε την απόδοση η παράδοση του παιδιού από τον έναν γονέα στον άλλον, τότε η εκτέλεση αυτής της απόφασης γινόταν με δικαστικό κλητήρα, ο οποίος αφαιρούσε το παιδί από τον έναν γονέα και το παρέδιδε στον άλλον. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι είχαμε μια εμπραγματοποίηση του τέκνου υπό συνθήκες θα έλεγα απάνθρωπες. Αυτό λοιπόν καταργήθηκε.
Σήμερα, εάν ο γονέας ο οποίος έχει το τέκνο δεν το παραδίδει στον άλλο γονέα που με βάση τη δικαστική απόφαση ή τη συμφωνία δικαιούται να έχει την επιμέλειά του δεν έχουμε τον τρόπο εκτέλεσης που είχαμε πριν το 1999, αλλά προβλέπεται με τη δικαστική απόφαση σε βάρος του γονέα που δεν την υλοποιεί χρηματική ποινή 100.000 ευρώ και προσωπική κράτηση η οποία μπορεί να φτάσει μέχρι το ένα έτος. Χρηματική ποινή μέχρι 10.000 ευρώ και προσωπική κράτηση μέχρι ένα έτος προβλέπονται και αν ο υπόχρεος γονέας της επικοινωνίας με το τέκνο δεν εκπληροί την υποχρέωσή του και δεν παραδίδει στις ώρες και μέρες που έχουν συμφωνήσει οι γονείς μεταξύ τους ή έχει αποφασίσει το δικαστήριο το τέκνο για την επικοινωνία με τον άλλο δικαιούχο γονέα.
Επίσης πρέπει να σας πω ότι η μη συμμόρφωση στο διατακτικό της δικαστικής απόφασης ή στους όρους που έχουν συμφωνήσει οι γονείς και αφορούν στην επικοινωνία τους με τα τέκνα συνιστά και ποινικό αδίκημα που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 169 Α του Ποινικού Κώδικα. Ο υπόχρεος γονέας μπορεί να αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης έως τρία έτη καθώς επίσης και χρηματική ποινή.
Τέλος, η υπαίτια και καταχρηστική παρεμπόδιση του δικαιώματος επικοινωνίας μπορεί υπό προϋποθέσεις να συνιστά κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και βεβαίως μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο στην αφαίρεσή της. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και από το εάν ο γονέας παραλείπει να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο του παρά το γεγονός ότι του το έχει αναγνωρίσει το δικαστήριο, διότι πρόκειται για ένα λειτουργικό δικαίωμα. Λειτουργικά δικαιώματα είναι εκείνα στα οποία ο φορέας τους δεν έχει ευχέρεια άσκησής τους, αλλά υποχρεούται να τα ασκεί. Τέτοιο δικαίωμα είναι και το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του.
Όπως λοιπόν αντιλαμβάνεστε από αυτά τα οποία σας είπα, σκοπός των πιο πάνω ρυθμίσεων είναι να επιτευχθεί η υλοποίηση των δικαστικών αποφάσεων και η εφαρμογή τους, αλλά και η υλοποίηση των όσων έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του συναινετικού διαζυγίου με έναν, επιτρέψτε μου να πω, ισχυρό ψυχικό καταναγκασμό του υπόχρεου γονέα, θεωρώντας ότι οι παρεπόμενες κυρώσεις που επιβάλλονται στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης θα έχουν αυτό το αποτέλεσμα χωρίς να μετατρέπεται το παιδί σε αντικείμενο. Ο υπόχρεος γονέας πρέπει με πρόθεση να παρεμποδίζει το δικαίωμα επικοινωνίας. Τα δικαστήριά μας έχουν κρίνει ότι πρόθεση ματαίωσης ή αποτροπής της επικοινωνίας συνιστά και η προσπάθεια του γονέα να παροτρύνει ή να εξωθήσει το τέκνο του στην αποφυγή της επικοινωνίας.
Με αυτά που θα πείτε στη δευτερολογία σας θα πω συμπληρωματικά και δύο λόγια που δεν πρόλαβα για τη συνεπιμέλεια, έτσι ώστε να απαντήσω πλήρως στην ερώτησή σας.
ΝΟΤΗΣ ΜΗΤΑΡΑΚΗΣ:
Κύριε Υπουργέ, χαίρομαι που αναγνωρίζετε ότι είναι ένα πολύ ουσιαστικό ζήτημα. Πράγματι στις περισσότερες περιπτώσεις οι γονείς με ωριμότητα κυρίως σε περιπτώσεις συναινετικών διαζυγίων μπορούν και επιλύουν θέματα επιμέλειας, συνεπιμέλειας, επίσκεψης του ενός γονέα και της σχέσης με το παιδί του. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και εξαιρέσεις και οι εξαιρέσεις, λυπάμαι που θα το πω, δεν είναι λίγες. Σε αυτές τις εξαιρέσεις, και επειδή έχω παρακολουθήσει πάρα πολλές περιπτώσεις καταρχήν και ως Βουλευτής σε τοπικό επίπεδο, δυστυχώς η δικαιοσύνη δεν ανταποκρίνεται με τον τρόπο που χρειάζεται για να επιλύσει αυτά τα ζητήματα στην εφαρμογή των αποφάσεων.
Καταρχήν χρειάζεται αυτές οι αποφάσεις να ολοκληρώνονται σε ένα γρήγορο χρονικό διάστημα. Αν το παιδί είναι οκτώ χρονών και πρέπει να φτάσει δεκαέξι χρονών μέχρι να ληφθεί μία οριστική απόφαση, αντιλαμβάνεστε αυτό το παιδί ήδη έχει χάσει οριστικά τον ένα γονέα του. Ο κίνδυνος είναι τελικά να εκδικηθεί ψυχικά και τον άλλο γονέα και να δημιουργήσουμε ένα παιδί με έντονες ψυχολογικές επιπτώσεις ενός διαζυγίου χωρίς να είναι δική του ευθύνη. Το γεγονός ότι υπάρχουν σε πάρα πολλές περιπτώσεις δεκάδες μηνύσεις που εκκρεμούν και θέλουν πάρα πολλά έτη ώστε όλες αυτές να τελεσιδικήσουν που ουσιαστικά αφορούν το ίδιο περιστατικό σημαίνει ότι κάτι δεν λειτουργεί σωστά στο ποινικό μας σύστημα αναφορικά με αυτό το ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα.
Χρειάζεται οι αποφάσεις αυτές να είναι δίκαιες. Υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις που ένας γονέας προσπαθεί να κατευθύνει ένα μικρό παιδί, να το ποτίσει το μίσος που προφανώς ο ίδιος μπορεί να έχει απέναντι στο πρώην σύντροφό του, και αυτά τα παιδιά πλέον μπερδεμένα να μην ξέρουν ποια πρέπει να είναι η σχέση τους με το γονέα που δεν ζει πλέον στο σπίτι. Άρα πρέπει να υπάρχει αυτό το υπόβαθρο, ώστε να μπορεί η δικαιοσύνη να είναι ορθά πληροφορημένη στην κάθε περίπτωση με μια εμπεριστατωμένη πραγματογνωμοσύνη.
Και πρέπει, κύριε υπουργέ, να εφαρμόζονται οι αποφάσεις. Όταν ο γονέας πάει και χτυπάει το κουδούνι παρουσία περιπολικού της Ελληνικής Αστυνομίας και η μητέρα του λέει «δεν σου δίνω το παιδί» και κλείνει την πόρτα και η αστυνομία λέει «υποβάλλετε μια καινούργια μήνυση» που μπορεί να είναι η εικοστή πέμπτη μήνυση που ίδιος πατέρας είκοσι πέντε συναπτά σαββατοκύριακα έχει υποβάλει με δικάσιμο της έφεσης το 2030, αντιλαμβάνεστε το σημερινό σύστημα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ανταποκρίνεται.
Πάντως βλέπω το έντονο προσωπικό σας ενδιαφέρον. Επιτρέψτε μου να οργανώσω μια συνάντηση με τους συλλόγους αυτών των γονέων που έχουν συγκεκριμένες δεκάδες περιπτώσεις να σας παρουσιάσουν, ώστε να δούμε στην πράξη πώς αυτός εφαρμόζεται.
Ως προς το νόμο της επιμέλειας ρώτησα γραπτώς αν θεωρείτε ότι έχει προβλήματα στην εφαρμογή του. Θα ακούσω την απάντησή σας, δεν έχω άποψη. Ήθελα τη γνώμη σας πάνω σε αυτό.
Να σας πω εν κατακλείδι και ένα άλλο θέμα το οποίο μου έχει προκαλέσει μια εντύπωση, ακούγοντας διάφορες περιπτώσεις. Τα δικαστήρια πολλές φορές αποφασίζουν το ύψος της διατροφής που ορθά ο ένας γονέας δίνει στον άλλον χωρίς κάποιο αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού. Ακούω περιπτώσεις που το ένα δικαστήριο έβγαλε ένα ιδιαίτερα χαμηλό ποσό, ένα άλλο δικαστήριο έβγαλε ιδιαίτερα υψηλό ποσό παρότι τα οικονομικά στοιχεία των διαδίκων δεν διαφέρουν. Ίσως θα μπορούσε να υπάρξει ένας αντικειμενικός τρόπος βάσει εισοδημάτων περιουσίας, ώστε να κατευθύνει, όχι να ορίζει ακριβώς, αλλά να κατευθύνει τη δικαστική κρίση προς αποφυγήν αδικιών και εις βάρος της μητέρας, αλλά και εις βάρος του πατέρα ανάλογα με την περίπτωση.
Κυρία Πρόεδρε, σας ευχαριστώ για την ανοχή σας.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΓΑΣ (Υφυπουργός Δικαιοσύνης):
Πράγματι με πολύ μεγάλη χαρά θα δεχθούμε όλους όσοι εκπροσωπούν συγκεκριμένες περιπτώσεις και συμφέροντα για να κάνουμε μια συζήτηση, να ακούσουμε τις απόψεις τους.
Πρέπει όμως να σας πω, κύριε συνάδελφε, ότι περίπου με τον ίδιο τρόπο λύνονται σε όλες τις ευνομούμενες πολιτείες ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ζητήματα τα οποία αναφέρετε στην ερώτησή σας και αναπτύξατε και με την ανάπτυξη της ερώτησής σας σήμερα.
Σε ό,τι αφορά το νόμο για την συνεπιμέλεια, που δεν απάντησα στο πρώτο σκέλος της απάντησής μου, πρέπει να σας πω ότι είναι σχετικά πρόσφατος νόμος και έχουν αρχίσει πρόσφατα να εκδίδονται αποφάσεις δευτεροβάθμιων δικαστηρίων. Απ’ ό,τι μπορούμε να δούμε μέχρι σήμερα οι δικαστές μας έχουν τη δυνατότητα και ρυθμίζουν σωστά τα σχετικά ζητήματα που αφορούν στη συνεπιμέλεια και στη λειτουργική και στη χρονική κατανομή τους. Νομίζω ότι είναι πρόωρο ακόμη να συζητούμε για αλλαγή του νόμου για τη συνεπιμέλεια. Ας αφήσουμε να εφαρμοστεί στην πράξη και στη συνέχεια βλέπουμε αν υπάρχουν παθογένειες και ποιες και αν χρειάζεται να τις αντιμετωπίσουμε νομοθετικά.
Τώρα στα υπόλοιπα θέματα πράγματι οι γονείς πρέπει μετά τη λύση του γάμου τους ή τη διάσπαση της συμβίωσης οι ίδιοι να φροντίζουν πρωτίστως για το συμφέρον του τέκνου και όχι αυτήν την φροντίδα να την μεταβιβάζουν στο δικαστήριο. Αυτό καταλαβαίνετε από μόνο του δημιουργεί ένα ψυχικό τραύμα στο τέκνο που θα πρέπει η πολιτεία και οι δικαστές να προσπαθήσουν όχι να το επουλώσουν, γιατί δεν επουλώνεται, αλλά να περιορίσουν την έκτασή του.
Σε ό,τι αφορά στον τρόπο επικοινωνίας, σας είπα και πριν ότι η έμμεση εκτέλεση με την επιβολή κυρώσεων σε βάρος του υπόχρεου γονέα συνιστά έναν ψυχικό καταναγκασμό για να συμμορφώνεται στην απόφαση. Αν αυτό δεν το κάνει, αντιλαμβάνεστε ότι το να αφαιρέσει ο δικαστικός επιμελητής ή το περιπολικό το τέκνο και να το παραδώσει στον δικαιούχο γονέα, αυτό μας γυρίζει δεκαετίες πίσω. Δεν μπορεί να συμβεί, διότι έτσι πλήττεται το συμφέρον του τέκνου και βεβαίως, έτσι καταρρακώνεται και η ψυχολογία του παιδιού, διότι φαίνεται να ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας του ενός γονέα με τον άλλον ή με δικαστικό επιμελητή ή με τα αστυνομικά όργανα.
Πρέπει, λοιπόν, οι γονείς, με βάση τη λογική και το συμφέρον του τέκνου, να αντιμετωπίζουν αυτές τις καταστάσεις που έχουν διασπάσει τη σχέση τους, έτσι ώστε να μην προκύπτει περαιτέρω βλάβη του παιδιού τους.
Στα δικαστήριά μας, στα μεγάλα δικαστήρια, έχουμε οικογενειακά τμήματα από εξειδικευμένους δικαστές είτε με ειδικές σπουδές είτε με ειδική εμπειρία στο Οικογενειακό Δίκαιο. Γνωρίζουν να επικοινωνούν με τα ανήλικα παιδιά, έτσι ώστε να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους και τη δική τους άποψη και οι σχετικές αποφάσεις, με βάση τα στοιχεία τα οποία έχω και από το Πρωτοδικείο και το Εφετείο Αθηνών, εκδίδονται σχετικά σύντομα.
Πρέπει δε να σας πω ότι όλες σχεδόν οι αποφάσεις Οικογενειακού Δικαίου και ιδιαίτερα, οι αποφάσεις που αφορούν στις σχέσεις γονέων και τέκνων περνούν και από το στάδιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Επομένως, μια άμεση διευθέτηση έχουμε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα με αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, έτσι ώστε να μην υπάρχει εκκρεμότητα και να γνωρίζουν οι γονείς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σχετικά με τα παιδιά τους.
Επίσης, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να προστρέξει σε ειδικές γνώσεις πραγματογνώμονα -παιδοψυχίατρου, παιδοψυχολόγου- όταν αυτό κρίνει ότι είναι αναγκαίο, για να βοηθηθεί να εκδώσει την απόφασή του. Όλα αυτά υπακούουν σε ένα σύγχρονο πλέγμα και εθνικών και υπερνομοθετικών και υπερεθνικών διατάξεων στις οποίες έχει συμμορφωθεί η χώρα μας.
Όμως, τίποτα από αυτά δεν υποκαθιστά την ευθύνη και το καθήκον των γονέων να εξασφαλίσουν σχέσεις μεταξύ τους καλές, αρμονικές, έτσι ώστε να μπορεί να μη διαταράσσεται η ψυχοπνευματική συγκρότηση του τέκνου τους.
Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Πρόεδρε.