Δεδηλωμένος μακροπρόθεσμος στόχος της κυβέρνησης είναι η μείωση του φόρου των επιχειρήσεων στο 15%
2014_07_07_mitarakis_athina984 by Νότης Μηταράκης on Mixcloud
* Για τη συζήτηση σχετικά με το χρέος:
«Ο λόγος που γίνεται η συζήτηση για το χρέος σήμερα -και αυτό το λέω σε κάθε ευκαιρία προς την αντιπολίτευση- είναι πρώτον επειδή η κυβέρνηση κατάφερε το Νοέμβριο του 2013 στο Eurogroup να βάλει το θέμα στην ατζέντα και δεύτερον επειδή καταφέραμε να πετύχουμε πρωτογενές πλεόνασμα. Άρα αυτή η συζήτηση δεν γίνεται τυχαία, αλλά ως αποτέλεσμα μίας συστηματικής προσπάθειας. Αυτό που είπα για τη διαχείριση του χρέους είναι ότι κατά πρώτον έχουν γίνει πάρα πολλά πράγματα τα τελευταία χρόνια. Πρώτα με το PSI και στη συνέχεια με την εθελοντική επαναγορά, έχουμε καταφέρει πλέον η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους να είναι 16 χρόνια -διπλάσια απ’ ότι ήταν πριν- και το επιτόκιο να είναι σχεδόν 2%. Αυτό σημαίνει ότι ήδη οι αγορές θεωρούν ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, γι’ αυτό και καταφέραμε να βγούμε ξανά στις αγορές τον Απρίλιο και εκδώσαμε 5ετές ομόλογο… Το γεγονός ότι η Ελλάδα στηρίχθηκε από το μηχανισμό αποτέλεσε παράγοντα σταθερότητας. Σίγουρα μπορούμε να συζητήσουμε για πολύ ώρα για τις δυσλειτουργίες που υπήρξαν, αλλά είναι δεδομένο ότι η στήριξη αυτή δημιούργησε τη δυνατότητα της χώρας μας να παραμείνει στις αγορές. Από εκεί και πέρα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε την επόμενη δεκαετία όσον αφορά το χρέος. Ένα από τα βασικά θέματα που είπα στην ομιλία μου, στην εκδήλωση του ΚΕΠΕ και του Οικονομικού επιμελητηρίου, είναι ότι θα ήταν θετικό εάν το χρέος που έχουμε προς τους θεσμικούς μας εταίρους γίνει διαπραγματεύσιμο, δηλαδή να μπει στην αγορά. Διότι, αυτή τη στιγμή, η πραγματική αξία του χρέους είναι πολύ χαμηλότερη από την ονομαστική, αφού το επιτόκιο είναι πολύ χαμηλότερο απ’ ότι θα εξέδιδε η Ελλάδα αν έβγαζε 20ετές ή 30ετές ομόλογο. Αυτό σημαίνει ότι αν μπει στην αγορά, θα δοθεί η δυνατότητα στη χώρα μας, σε βάθος χρόνου, να κάνει επαναγορές. Αυτό θα μας δώσει τη δυνατότητα να μειώσουμε και το ονομαστικό κεφάλαιο και να το φέρουμε κοντά στη σημερινή πραγματική αξία που έχει το χρέος. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε δηλαδή αυτή τη δυσαρμονία μεταξύ της σημερινής αξίας του χρέους -λόγω του χαμηλού επιτοκίου- και της ονομαστικής αξίας που δυσχεραίνει κατά πολύ το λόγο χρέος προς ποσοστό του ΑΕΠ… Το πρόβλημα χρέους δεν αφορά πλέον μόνο την Ελλάδα. Η Ελλάδα σίγουρα έχει το δικό της εθνικό πρόβλημα, αλλά γενικότερα η ευρωζώνη πλέον έχει ένα ύψος χρέους αρκετά υψηλότερο απ’ ότι είχε προ δεκαετίας. Αρκετά υψηλότερο απ’ ότι τελικά προέβλεπε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Πρέπει να δούμε κατά πόσο μπορεί η ΕΚΤ να νομισματοκοπήσει, δηλαδή, να τυπώσει χρήμα για να καλύψει ένα ποσοστό αυτού του χρέους, όχι της Ελλάδος, αλλά γενικά της ευρωζώνης, σε μία εποχή που ο πληθωρισμός δεν αποτελεί βασικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Θα μπορούσε λοιπόν η ΕΚΤ -και αυτό είναι μία δύσκολη συζήτηση γιατί αλλάζει τη δομή σκέψης της ευρωζώνης- να μπορέσει να καλύψει ένα τμήμα όλου του ευρωπαϊκού χρέους, δημιουργώντας ένα ελαφρό πληθωρισμό, κάτι που θα συμβάλει στην πραγματική απομείωση του χρέους. Το δεύτερο μεγάλο θέμα συζήτησης είναι το θέμα του ευρωομολόγου, το οποίο δεν έχει κλείσει ως συζήτηση. Αλλά αν προχωρήσουμε στην κατεύθυνση του ευρωομολόγου, πρέπει πλέον να δεχθούμε όλοι ότι αυτό θα σημαίνει ακόμα περισσότερες δεσμεύσεις από τους συμμετέχοντες. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το ευρωομόλογο σημαίνει από εκεί και πέρα πολύ πιο στενή πολιτική συνεργασία. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας σε αυτή τη συζήτηση. Σημαίνει ότι τα κράτη τα οποία θα υπογράψουν την έκδοση του κοινού ομολόγου, θα αλληλοδεχθούν δεσμεύσεις».
Δημοσιογράφος: Να επανέλθω στο κομμάτι του διαπραγματεύσιμου χρέους. Λέτε, δηλαδή, τα δάνεια του EFSF να μπουν στη δευτερογενή;
Ν. Μηταράκης: «Ναι. Να εκδώσει η Ελλάδα αντίστοιχα ομόλογα, διαφορετικών χρονικών λήξεων, ώστε να υπάρχει και αυτό που λέμε καμπύλη και να υπάρχει η δυνατότητα και τα αρχικά δάνεια, κάποια στιγμή… Αυτά σε όρους αγοράς όμως πλέον και όχι σε πολιτικούς, γιατί σε πολιτικούς όρους πολλοί σχολιαστές έχουν τονίσει τη δυσκολία που έχουν τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια -και είναι και αντιληπτό- να συζητήσουν για απομείωση κεφαλαίου. Από τη στιγμή όμως που είναι διαπραγματεύσιμο, μιλάμε πλέον με όρους αγοράς. Και αυτή τη φορά οι όροι αγοράς μας συμφέρουν, να το πω απλά. Γιατί υπάρχει μία δυσαρμονία μεταξύ κεφαλαίου και πραγματικής αξίας. Η Ελλάδα ήδη εκμεταλλεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2012 τη δυσαρμονία τιμής των ομολόγων, όταν δανειστήκαμε ένα επιπλέον ποσό από το ESM και κάναμε την εθελοντική επαναγορά ομολόγων. Άρα, αυτό σαν διαδικασία δεν είναι καινούργιο. Αυτό που είναι καινούργιο είναι να βάλουμε στη βάση συζήτησης και το θεσμικό μας δάνειο. Όσον αφορά τη διαχείριση του χρέους, ναι μεν γίνεται μία συζήτηση σε βάθος του τρέχοντος έτους, για να δούμε πως μπορούμε να πετύχουμε τώρα απομείωση, αλλά η ουσία είναι ότι είναι μία διαδικασία, η οποία θα κρατήσει πολλά χρόνια, μέχρι η Ελλάδα να επιστρέψει στο ιδεατό ύψος χρέους της τάξης του 120% του ΑΕΠ και αργότερα λιγότερο».
Δημοσιογράφος: Αυτό έχει να κάνει και με τον παρονομαστή, ο οποίος είναι το κομμάτι του ΑΕΠ. Δηλαδή, πόσο γρήγορα θα επιστρέψουμε σε αναπτυξιακούς ρυθμούς και θα τους διατηρήσουμε και θα τους αυξάνουμε…
Ν. Μηταράκης: «Η αύξηση του ΑΕΠ είναι σημαντική όχι μόνο για την απομείωση του χρέους, αλλά και γιατί οι κοινωνικές επιπτώσεις της προσαρμογής της τελευταίας τετραετίας είναι δυσθεώρητες. Είναι αδύνατον μία χώρα ν’ αντέξει το επίπεδο της ανεργίας της τάξης του 26%. Πρέπει πλέον ως χώρα να βάλουμε μία προτεραιότητα, τις νέες θέσεις εργασίας και κατά συνέπεια την προσέλκυση επενδύσεων, την ενίσχυση των εξαγωγών, την ενίσχυση του τουρισμού, την πλήρη απορρόφηση των ΕΣΠΑ, παράγοντες οι οποίοι συμβάλουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας».
* Για τις προτεραιότητες της Ελλάδας ενόψει της επίσκεψης της τρόικας:
Δημοσιογράφος: Γι’ αυτή την εβδομάδα και ενόψει της επίσκεψης της τρόικας, ποιες είναι οι προτεραιότητές μας;
Ν. Μηταράκης: «Η συζήτησή μας μεταλλάσσεται, με την έννοια ότι πλέον δεν είμαστε μία χώρα η οποία δεν επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς της στόχους και απαιτεί νέα δημοσιονομικά μέτρα. Αντίθετα έχουμε αναστρέψει τη συζήτηση και ήδη προσπαθούμε να δούμε τους τομείς στους οποίους η φορολογική πολιτική, παραδείγματος χάρη, πρέπει να γίνει ηπιότερη. Είναι πραγματικότητα ότι στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή οι φορολογικοί συντελεστές είναι αρκετά υψηλοί. Άρα, πρέπει να βρούμε, εντός των πλαισίων αντοχής της οικονομίας μας, από που θα ξεκινήσουμε τη μείωση των φόρων. Σημαντικότατο είναι η μείωση του φόρου των επιχειρήσεων στο 15%. Είναι ένας δεδηλωμένος στόχος της κυβέρνησης και πρέπει σε βάθος χρόνου να επιτευχθεί για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τους υψηλούς ρυθμούς προσέλκυσης επενδύσεων που επιτύχαμε τα προηγούμενα δύο χρόνια και να σιγουρέψουμε τη υλοποίηση των νέων επενδύσεων, οι οποίες αδειοδοτούνται αυτή τη στιγμή».
* Για το νομοσχέδιο για τη μικρή ΔΕΗ:
«Η κυβερνητική πλειοψηφία θα στηρίξει αυτό το θετικό νομοσχέδιο. Η ΔΕΗ πουλάει το 30% των περιουσιακών της στοιχείων, πουλάει δηλαδή τη μικρή ΔΕΗ, ώστε ν’ αποκτήσει κεφάλαια για τη δική της ανάπτυξη. Δεν είναι κεφάλαια τα οποία θα πάνε στο δημόσιο χρέος, να το τονίσω αυτό. Η πώληση της μικρής ΔΕΗ δεν γίνεται από το ΤΑΙΠΕΔ, αλλά από την ίδια τη ΔΕΗ. Η απεργία κρίθηκε παράνομη και καταχρηστική. Είχα πει την προηγούμενη εβδομάδα και ας εξέπληξε κάποιους ότι η ΓΕΝΟΠ – ΔΕΗ δεν είναι ιδιοκτήτης της ΔΕΗ. Αντιλαμβάνομαι λοιπόν το γεγονός τα συνδικάτα να θέτουν θέματα που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις. Δεν δέχομαι όμως ότι τα συνδικάτα έχουν δικαιώματα πάνω στην ιδιοκτησιακή κατάσταση της εταιρίας στην οποία εργάζονται. Αυτό -αντιλαμβάνομαι- έκρινε και το δικαστήριο. Και είναι θετικό ότι τελικά προχωρήσαμε και στη λήξη της απεργίας. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προχωρήσει στην επίταξη των εργαζομένων. Δεν είναι ευχάριστο, αλλά σε μια εποχή, όπου όλη η Ελλάδα περιμένει από τον τουρισμό, Ιούλιο – Αύγουστο, να μπουν λεφτά στα ταμεία… Να το πω απλά, δεν μπορεί 5, 10, 500, 1.000 άνθρωποι να βάζουν σε κίνδυνο αυτή την ανάπτυξη της χώρας. Η δημιουργία της μικρής ΔΕΗ, από εκεί και έπειτα, δημιουργεί ανταγωνισμό στην αγορά. Ένα επιχείρημα της αριστεράς όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις πάντα ήταν “προσπαθείτε να μετατρέψετε δημόσια μονοπώλια σε ιδιωτικά”. Το έχουμε ακούσει αυτό σαν κριτική πολλές φορές. Εδώ γίνεται μια συγκεκριμένη προσπάθεια, ώστε να μην υπάρχουν μονοπώλια. Δημιουργούμε εξαρχής τεχνητό ανταγωνισμό, ώστε να μπορέσει ο καταναλωτής τελικά να έχει επιλογές. Αν περιμέναμε την αγορά να εξελιχθεί από μόνη της, μπορεί και να μη γινόταν ποτέ».